φιλοκινδύνου

φιλοκινδύνου
φιλοκινδύ̱νου , φιλοκίνδυνος
fond of danger
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκίνδυνος — η, ο / φιλοκίνδυνος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον ο χαρακτήρας τού φιλοκίνδυνου. επίρρ... φιλοκινδύνως Α με φιλοκίνδυνο τρόπο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”